αποδυω

αποδυω
    ἀποδύω
    ἀπο-δύω
    1) снимать, совлекать
    

(τινὰ τεύχεα, εἵματα Hom.; τέν λεοντῆν Plut.; ἐσθῆτα Luc.; τινός τι Plat.)

    2) раздевать

(τινά Her., Arph.)

; pass. раздеваться
    

(ἀποδυσάμενος, καθῆκεν ἑαυτὸν εἰς τέν λίμνην Plut.)

    3) снимать с себя
    

(τι Hom., Arph. и τινός Arph.)

    4) готовиться, предпринимать, приступать
    

(ἐπὴ φιλοσοφίαν Diod.; πρὸς τὸ λέγειν Plut.)

    ἀποδύντες τοῖς ἀναπαίστοις ἐπίωμεν Arph. — приступим к чтению анапестов;
    εἰς ἀγορανομίαν ἀποδύεσθαι Plut. — добиваться поста (римского) эдила


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αποδυω" в других словарях:

  • αποδύω — ἀποδύω (Α) (νεοελλ. μόνο μέση φωνή, αποδύομαι) (αρχ. νεοελλ.) αρχίζω κάτι με ζήλο και αγωνιστικότητα καταβάλλοντας μεγάλες προσπάθειες αρχ. Ι. 1. αφαιρώ ένδυμα, οπλισμό, γδύνω, ξεγυμνώνω, απογυμνώνω II. (μέσ., ομαι) 1. (για οστρακόδερμα) αποβάλλω …   Dictionary of Greek

  • ἀποδύω — ἀποδύνω strip off aor subj act 1st sg ἀποδύνω strip off pres subj act 1st sg ἀποδύνω strip off pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποδυτήρια — τα (Α ἀποδυτήριον, το) [αποδύω] ειδικός κλειστός χώρος γυμναστηρίου, κολυμβητηρίου, γηπέδου κ.λπ., όπου οι αθλούμενοι αλλάζουν και φοράνε την αθλητική τους στολή …   Dictionary of Greek

  • αποδύομαι — βλ. αποδύω …   Dictionary of Greek

  • απόδυση — η (AM ἀπόδυσις) [αποδύω] η αφαίρεση ενδύματος, το γδύσιμο …   Dictionary of Greek

  • δύω — και δύνω (Α δύω και δύνω) 1. (για ήλιο, αστέρια) βυθίζομαι στον ορίζοντα, βασιλεύω («ἠέλιος μὲν ἔδυ», Ιλ. Ι) 2. αφανίζομαι, παρακμάζω, ξεπέφτω («έδυσε το μεγαλείο τής Ρώμης») αρχ. 1. φθάνω, πηγαίνω μέσα σε κάτι 2. (για χώρα, τόπο) εισέρχομαι,… …   Dictionary of Greek

  • deu-1 —     deu 1     English meaning: to plunge, to penetrate into     Deutsche Übersetzung: “einsinken, eindringen, hineinschlũpfen”     Material: O.Ind. upü du “ to go into, (of clothes), to put on, to wear, assume the person of, enter, press into,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»